- ὑπόλημμα
- ὑπόλημμαsuppositionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόλημμα — ήμματος, το / ὑπόλημμα, ΝΑ [ὑπολαμβάνω] νεοελλ. (στη λεξικογραφία) δευτερεύον λήμμα, που υπάγεται στο κύριο λήμμα, στον κύριο τύπο μιας λέξης αρχ. αυτό που συλλαμβάνεται στην κοιλιά ή αυτό που συλλαμβάνεται στον νου, κύημα … Dictionary of Greek
ὑπολημμάτων — ὑπόλημμα supposition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՀԱՏՈՐ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0058 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 13c, 14c գ. τμήμα segmentum, frustyum ὐπόλημμα pars desumpta, reliquum. Հատուած. կոտոր. մասն. փերթ. կտոր. ... *Առեալ ʼի հատոր մի նափորտան՝ ծածկեցի զուս նորա. Վրք. հց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)